- ασβολώνω
- (AM ἀσβολῶ, -όω) [άσβολος]μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιάνεοελλ.1. τυφλώνω2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω)3. (μτχ.) ασβολωμένοςα) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες»)β) καταραμένος («μοίρα ασβολωμένη»)γ) πελιδνός, μαυροκίτρινος («στην όψη ασβολωμένος»).
Dictionary of Greek. 2013.